πασπατεύω
μαλάζω, χαϊδεύω με … πονηρούς σκοπούς
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πασπατεύω (Ἰ. passare, patire) = ἐπιψαύω ἐρευνητικῶς, μαλάζω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ψάχνω με τρόπο, με τα δάχτυλα. Οι γλωσσολόγοι πιθανολογούν από το πασπατεύω (πασπάλη). Τα ιταλικά passareκαι patire του Λάζαρη δεν ευσταθούν.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης