πάσα (πας, πάσα, παν)
στις φράσεις: “ο πάσα ένας” – “πάσα είδος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πᾶσα /ἐπίθ. ἄκλιτον/ (πᾶς) = ἕκαστος -η -ον, πᾶς, πᾶσα, πᾶν. «πᾶσα ἕνας, πᾶσα εἶδος».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης