πάρσιμο
Πάρσιμο § κατάληψις, ἅλωσις. Π. εἶνε τώρα δέκα χρόνια ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πρέβεζας.
Σημ. Ἐκ τοῦ παίρνω (ὅπερ ἰδ. ἐν λεξ. Βυζαντ.).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πάρσιμο § κατάληψις, ἅλωσις. Π. εἶνε τώρα δέκα χρόνια ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πρέβεζας.
Σημ. Ἐκ τοῦ παίρνω (ὅπερ ἰδ. ἐν λεξ. Βυζαντ.).