παρμένος
Γραμματικά είναι μετοχή παθητική παρακειμένου στη δημοτική του ρήματος παίρνω (με τις πάμπολλες σημασίες).
Στην αρχαία “παρμένος” (ρήμα παρίημι: παραλύω).
Εδώ σημαίνει “πιασμένος” από αρθριτικά ή ρευματικά.
Γνωστή η φράση: “έχει παρτεί, πιαστεί ο (ν)ώμος μ΄”. (Ως δεύτερο συνθετικό γνωστό στη φράση! “όνειρο-παρμένος).
Ο Λάζαρης το “παίρνομαι” με την παραπάνω σημασία το πηγαίνει στο αρχαίο επαίρομαι, που θα πει και υπερηφανεύομαι και στο παρίημι.
Ο Κοντομίχης το πηγαίνει σωστά στο απλό παίρνω, παίρνομαι.
Ο Σολωμός στη “Γυναίκα της Ζάκυνθος” κεφ.2, στ. Ι λέει: “Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο”, σακάτικο δηλαδή.
Στο χωριό λέγαμε σε περιπτώσεις μικρής παραλυσίας: “Πάρτηκα όλος”.