παρδάρι ή βαρδάρι (του μύλου)
εξάρτημα του ανεμόμυλου και νερόμυλου, ένα ξυλάκι που χτυπούσε πάνω στο κινούμενο λιθάρι παλλόμενο ρυθμικά.
Το παρδάρι ενοχλούσε πολλούς στο μύλο με το ρυθμικό του χτύπημα. Εξ ου και η παροιμία: “Όποιος δε θέλει ν΄ ακούει το παρδάρι, δεν πάει στο μύλο”.
“Μου ΄γινε βαρδάρι”, δηλ. πολύ ενοχλητικός.