παραβγαίνω
συναγωνίζομαι με κάποιον ή κάποιους, ποιος θα βγει πρώτος.
φράσεις: “άμα είσαι άντρας παραβγαίνομε στο τρέξιμο” – “Άμα θέλεις παραβγαίνομε με τ΄ άλογα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παραβγαίνω (παρὰ-ἐκ-βαίνω) = ἀμιλλῶμαι, συναγωνίζομαι, ὑπερτερῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παραβγαίνω γίνομαι ἀντιμέτωπος εἰς τὴν πάλην. Φρ. μὲ ποιόν ἐπαραβγῆκες – ἔλα νὰ παραβγοῦμε.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός