παρασάνταλο (το)
άνθρωπος με σωματικά ελαττώματα, ασύμμετρος, στρεβλός.
μτφ. παρασάνταλο = κακόβουλος, τυχοδιώκτης, άτσαλος, ατάσθαλος.
“Άντε, σκάσε, εσύ, παρασάνταλο!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παρασάνταλο /τὸ/ (παρὰ-σάνδαλον, Ἰ. sanare, sanita) = ἀσύμμετρος, δύσμορφος, ἀνάπηρος, ἀποκρουστικός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
(το). Δύσμορφος, αποκρουστικός. Ο Μπαμπινιώτης ερμηνεύει διαφορετικά. “Ανακόλουθος” και λαϊκά “ατσούμπαλος, άτσαλος, ακατάστατος”. Από το παρα και σαντάλι (παραπατάει). Παρόμοια και ο Δημητράκος.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης