Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παρασάνταλο (το)

άνθρωπος με σωματικά ελαττώματα, ασύμμετρος, στρεβλός.
μτφ. παρασάνταλο = κακόβουλος, τυχοδιώκτης, άτσαλος, ατάσθαλος.
“Άντε, σκάσε, εσύ, παρασάνταλο!”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παρασάνταλο /τὸ/ (παρὰ-σάνδαλον, Ἰ. sanare, sanita) = ἀσύμμετρος, δύσμορφος, ἀνάπηρος, ἀποκρουστικός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


(το). Δύσμορφος, αποκρουστικός. Ο Μπαμπινιώτης ερμηνεύει διαφορετικά. “Ανακόλουθος” και λαϊκά “ατσούμπαλος, άτσαλος, ακατάστατος”. Από το παρα και σαντάλι (παραπατάει). Παρόμοια και ο Δημητράκος.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.