παραντάρι
Παραντάρι /τὸ/ (Λ. parentela, Ἰ. parentato) = συγγένεια, σχέσις, συνέχεια ἢ φλυαρία ἐνοχλητική.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Παραντάρι /τὸ/ (Λ. parentela, Ἰ. parentato) = συγγένεια, σχέσις, συνέχεια ἢ φλυαρία ἐνοχλητική.