παπαρώνω
βρέχω τελείως, μουσκεύω.
φράσεις: “εβαστούσα το μωρό και με … παπάρωσε” – “το ψωμί σου επαπάρωσε στο πιάτο …” – “έγινα παπάρα απ΄ τη βροχή”.
Επίθετο: Παπάρας
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παπαρώνω (Ἰ. pappare) = διαβρέχω, περιρρέω, διαποτίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης