παπαφίγκος (ο)
- τετράγωνο πανί πλοίου με σταυρωτές κεραίες
- εξεζητημένα στολίδια που κρεμούν μερικές κυρίες. φράση: “η κυρία εκρέμασε τους παπαφίγκους της”, δηλ. άγαρμπα στολίδια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παπαφίγκος /ὁ/ (Ἰ. papafico) = τὸ ἰστίον φώσων, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, ἐξαρτήματα ἐξεζητημένου στολισμοῦ, «ἐκρέμασε παπαφίγκους».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης