Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παπαφίγκος (ο)

  1. τετράγωνο πανί πλοίου με σταυρωτές κεραίες
  2. εξεζητημένα στολίδια που κρεμούν μερικές κυρίες. φράση: “η κυρία εκρέμασε τους παπαφίγκους της”, δηλ. άγαρμπα στολίδια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παπαφίγκος /ὁ/ (Ἰ. papafico) = τὸ ἰστίον φώσων, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, ἐξαρτήματα ἐξεζητημένου στολισμοῦ, «ἐκρέμασε παπαφίγκους».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.