ωμόλαδο (το)
λάδι από στυμμένες στο πιεστήριο του λιτροβειού ελιές, χωρίς την χρησιμοποίηση καυτού νερού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὠμόλαδο /τὸ/ (ὠμὸς-ἔλαιον) = τὸ ἐκ νωπῶν ὑγιῶν ἐλαιῶν ἐξαγόμενον ἁγνὸν ἔλαιον (χωρὶς τὴν χρῆσιν ζέοντος ὕδατος κατὰ τὴν ἔκθλιψιν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης