Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντούκια (επίρρ.)

ο κρεβατωμένος, ο ασθενής. “Ο Γιάννης είναι ντούκια. Τον έπιασε ένας πυρετός και ξάπλωσε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντούκια /ἐπίθ. ἄκλ./ (ἔνδον-ἀκέων, κοίτης, Ἀγ. duck) = λύπτιος, κατάκοιτος, κλινήρης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.