ντούκια (επίρρ.)
ο κρεβατωμένος, ο ασθενής. “Ο Γιάννης είναι ντούκια. Τον έπιασε ένας πυρετός και ξάπλωσε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντούκια /ἐπίθ. ἄκλ./ (ἔνδον-ἀκέων, κοίτης, Ἀγ. duck) = λύπτιος, κατάκοιτος, κλινήρης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης