ντορμίρω
κοιμάμαι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντορμίρω (Ἰ. dormire) = πλαγιάζω, κοιμοῦμαι, ἀποκοιμοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κοιμάμαι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντορμίρω (Ἰ. dormire) = πλαγιάζω, κοιμοῦμαι, ἀποκοιμοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης