Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντέρτι (το)

ψυχικός πόνος, καημός, βαλάντωμα, μεράκι.
Δημ. τραγ. : “Το ντέρτι πο ΄χω στην καρδιά άλλος να μην το λάβει, / μάειδε ψαράκι στο γιαλό, μάειδε πουλί στο δάσος”. (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ 50)
Μοιρολόι (Λευκάδας): “Τίνος να πω το ντέρτι μου, το ντέρτι της καρδιάς μου …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντέρτ(ι) /τὸ/ (Π. Τ. dὲρτ) = πόνος, πάθος, ταλαιπωρία, συμφορά.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.