ντερώνομαι
Ντερώνομαι (ἐν-ἑδραῖος -οῦμαι, Ἀλ. σdερjάχεμ) = ξαπλώνομαι νωχελῶς καὶ ἀσυστόλως, κεῖμαι ἐκτάδην.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ντερώνομαι (ἐν-ἑδραῖος -οῦμαι, Ἀλ. σdερjάχεμ) = ξαπλώνομαι νωχελῶς καὶ ἀσυστόλως, κεῖμαι ἐκτάδην.