Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντερέκι (το)

άνθρωπος μεγαλόσωμος, ψηλός. “Ένα ντερέκι ως εκεί απάνω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντερέκ(ι) /τὸ/ (Ἀλ. Τ. Σ. dιρὲκ) = ὑψηλός, μεγαλόσωμος, γίγας, πελώριος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.