ντερέκι (το)
άνθρωπος μεγαλόσωμος, ψηλός. “Ένα ντερέκι ως εκεί απάνω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντερέκ(ι) /τὸ/ (Ἀλ. Τ. Σ. dιρὲκ) = ὑψηλός, μεγαλόσωμος, γίγας, πελώριος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης