ντεμέλα (η)
η θήκη του προσκέφαλου. Παλιότερα την έγραφαν ενδεμέλα. Σε προικοσ. του 1851, Νο 865 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: “Ενδεμελές με καμούφφα, 3″.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντεμέλα /ὁ/ (ἐνδύω, ἔνδυμα, Γλ. demeler) = περίβλημα προσκεφαλαίου, κελύφι μαξιλαριοῦ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μαξιλαροθήκη φιγούρας. Αφού με τη θήκη αυτή “ντύνουμε” το μαξιλάρι, άρα από το ρήμα ενδύω (ντύνω) προέρχεται κ.λπ. και με την ιταλική κατάληξη -ελλα. Άλλωστε, όπως γράφει ο Κοντομίχης, “παλιότερα την έγραφαν στα προικοσύμφωνα, ενδεμέλα” (ενδύω-ντύματα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης