Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντελόγγο -ου

Επίρρημα. Αμέσως. “Όσοι σίμωσαν στο γιαλό/ντελόγγο ξεψύχισαν” (Κορνάρου, Θυσία). Η γραφή με -γγ-. Ο Λάζαρης ετυμολογεί από την πρόθεση da και luogo, ο τόπος, δηλαδή “επί τόπου” Και φαίνεται ορθό. Στην επιτομή όμως του λεξικού του Κριαρά (β¨σελ. 236) και στη λέξη ντελόγγο, επιρρημα δελόγγου (αμέσως) διαβάζουμε την γενουατική προέλευση de longo.

βλ. και δελόγκου και δελέγκου (επίρρ.)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.