ντελόγγο -ου
Επίρρημα. Αμέσως. “Όσοι σίμωσαν στο γιαλό/ντελόγγο ξεψύχισαν” (Κορνάρου, Θυσία). Η γραφή με -γγ-. Ο Λάζαρης ετυμολογεί από την πρόθεση da και luogo, ο τόπος, δηλαδή “επί τόπου” Και φαίνεται ορθό. Στην επιτομή όμως του λεξικού του Κριαρά (β¨σελ. 236) και στη λέξη ντελόγγο, επιρρημα δελόγγου (αμέσως) διαβάζουμε την γενουατική προέλευση de longo.
βλ. και δελόγκου και δελέγκου (επίρρ.)