νταβαντούρι (το)
φασαρίες, καυγάδες, θορυβώδεις παλικαρισμοί.
φράσεις: “είχαμε νταβαντούρια εχτές στο χωριό. Πιαστήκανε στο μαγαζί … ” – “όπως φαίνεται, θα ΄χομε νταβαντούρια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νταβαντοῦρ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. τεβατúρ) = παλληκαρισμός, φιλονεικία, συμπλοκὴ θορυβώδης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης