ντανταρούκια (τα)
απαντά στον πληθ. = καυγάδες, λογομαχίες, φασαρία μεγάλη: “Έχομε, βλέπω, ντανταρούκια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντανταροῦκ(ι) /τὸ/ (Ἰ. daddalo -ucio;) = ὀάρισμα, φιλοφρόνησις, λογομαχία, φιλονεικία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης