Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντανταρούκια (τα)

απαντά στον πληθ. = καυγάδες, λογομαχίες, φασαρία μεγάλη: “Έχομε, βλέπω, ντανταρούκια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντανταροῦκ(ι) /τὸ/ (Ἰ. daddalo -ucio;) = ὀάρισμα, φιλοφρόνησις, λογομαχία, φιλονεικία.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.