ντακάπο (επίρρ.)
επανάληψη, από την αρχή. Η λέξη χρησιμοποιείται στη μουσική (Φιλαρμονική) αλλά και στις κοινωνικές σχέσει και ανταλλαγές. Επίσης, σε ορισμένα χαρτοπαίγνια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντακάπο /ἐπίρ./ (Ἰ. da capo) = ἐξ ἀρχῆς, πάλι τὰ ἴδια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης