νείρη (η)
η επιθυμία, η λαχτάρα, η προσδοκία. φράσεις: “Έχω τη νείρη μου στο παιδί” – “Έχεις τη νείρη σου όλο στο φαΐ σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νείρη /ἡ/ (ἱμείρω -ομαι) = ἔφεσις, σφοδρὰ ἐπιθυμία, διαρκὴς προσδοκία.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Νείρ (η), η έννοια για κάτι. Λέμε: “έχω τ΄ νείρ΄μου για το παιδί”.
Ετυμολογικά η λέξη είναι πιο κοντά στο νείρομαι (ονειρεύομαι) παρά το ιμείρομαι (επιθυμώ), μολονότι το ονειρεύομαι έχει και την έννοια της επιθυμίας. Σε μας πάντως η νειρ έχει την έννοια της έννοιας. (έγνοιας), της υποψίας, γι΄ αυτό και ..έχω το νου μου μήπως συμβεί κάτι…
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης