ν(ι)κάβος -α -ο 11 Φεβ, 2017 Ν 0 Σχόλια 0 Νικάβος -α -ο (Ἰ. incavo) = κοῖλος, κυρτὸς πρὸς τὰ μέσα, κοῖλον, κοίλωμα.