νεκρό (το)
ανάλατο, “το φαγητό είναι τελείως νεκρό”, του λείπει το αλάτι, είναι άνοστο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νεκρὸ ἀνάλατον, ὡς ἂν ἔλλειπεν ἡ ψυχὴ τοῦ φαγητοῦ, φρ. ἔφαγα νεκρὰ λάχανα = νέκρα = (ἀνοστιά).
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός