μύρλα 26 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μύρλα /ἡ/ (μύρω) = κλαυθμηρισμὸς ὀχληρός, μινύρισμα, γκρίνια (βλ. λ. μήρλα).