Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μουστόπιττα (η)

Σπιτικό γλύκισμα με βάση το πετιμέζι. Για να κάμουν μουστόπιττα, το πετιμέζι το ξανάβραζαν μέχρι να μείνει στα δύο τρίτα. Σ΄ αυτό το βρασμένο σιρόπι έριχναν σιγά σιγά αλεύρι και τ΄ ανακάτευαν συνεχώς με ξύλινη κουτάλα. Κι όταν “καρατάριζαν” (=υπολόγιζαν) πως ο χυλός έχει την κανονική ρευστότητα, τον άδειαζαν στα τεψιά. Η μουστόπιτα μόλις κρύωνε τοποθετούνταν να λιαστεί, χωρισμένη σε φελιά. Το λιάσιμο διαρκούσε αρκετές μέρες. Όταν ξεραίνονταν καλά, οι νοικοκυρές φύλαγαν τη μουστόπιττα, σε φελιά, στις κασέλες τους ή σε καμιά κοφοπούλα. Κατά το ψήσιμο στη φωτιά, έριχναν μέσα αρκετά ξεφλουδισμένα μύγδαλα, κόλιαντρο, καρύδια, και κανελογαρίφαλα. Ωραίο γλύκισμα για φίλεμα, αλλά και για ξεγέλασμα των παιδιών.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μ(ου)στόπ(ι)τα /ἡ/ (Ἰ. mosto-«πίττα») = πλακοῦς ἐξ ἀλεύρου καὶ γλεύκους ἀπεξηραμμένος εἰς τὸν ἥλιον πρὸς διατήρησιν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.