μουρδουλόνω
Μουρδουλόνω § ῥυπόνω, λερόνω. Ἐκ τούτου καὶ μουρδούλωμα = ῥύπωσις καὶ μουρδούλης ὁ ῥυπαρός.
Σημ. ἰδ. σούρδου μούρδου.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μουρδουλόνω § ῥυπόνω, λερόνω. Ἐκ τούτου καὶ μουρδούλωμα = ῥύπωσις καὶ μουρδούλης ὁ ῥυπαρός.
Σημ. ἰδ. σούρδου μούρδου.