μότσα (η)
μούχλα, γλίτσα, υγρασία
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μότσα /ἡ/ (Ἰ. mucido, Σ. μότσα) = ὑγρασία, μοῦχλα, μαλακὴ ἀκαθαρσία, γλίνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μούχλα, γλίτσα, υγρασία
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μότσα /ἡ/ (Ἰ. mucido, Σ. μότσα) = ὑγρασία, μοῦχλα, μαλακὴ ἀκαθαρσία, γλίνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης