μοσκιέρα (η)
ψωμιέρα κλεισμένη ολόγυρα με μαγνάδι σήτας, αλλιώς φανάρι ψωμιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοσκιέρα /ἡ/ (Ἰ. mosca -era) = φρεσκιέρα τροφίμων, ὀψοφυλάκιον ἀερισμοῦ, φανάρι ἀπὸ σήταν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης