μοσκέτο (το)
θανατική εκτέλεση με πυροβόλο όπλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοσκέτο /τὸ/ (Ἰ. moschetto) = φόνος διὰ τυφεκισμοῦ, θανατικὴ ἐκτέλεσις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
είδος ρόδου
Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας