Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μοσκαλίδι (το)

κλαδί δέντρου ή θάμνου που το αποσπάμε, ξεσκαλίζοντας το, ως παραφυάδα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μοσκαλίδι /τὸ/ (μασχάλη) = κλάδος ἀπεσπασμένος δι’ ἀπομασχαλισμοῦ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.