μόρτο (ο)
ο σκοτωμένος, ο νεκρός. Η λέξη έμεινε από την εποχή της Ιταλικής κατοχής.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μόρτο /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. morto) = νεκρός, ἄπνους, πτῶμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο σκοτωμένος, ο νεκρός. Η λέξη έμεινε από την εποχή της Ιταλικής κατοχής.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μόρτο /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. morto) = νεκρός, ἄπνους, πτῶμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης