μορτάλε
Μορτάλε /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. mortale) = θανάσιμος, θανατηφόρος. «σάλτο μορτάλε» = θανάσιμον πήδημα, διάβημα ἀπογνώσεως.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μορτάλε /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. mortale) = θανάσιμος, θανατηφόρος. «σάλτο μορτάλε» = θανάσιμον πήδημα, διάβημα ἀπογνώσεως.