μόρκος (ο)
ο παρατημένος, ο απεριποίητος. Παροιμία: “της ακαμάτρας το παιδί, / ζόρκο μόρκο περβατεί”
Δημ. τραγ.: “ο ύπνος πάει τον τοίχο τοίχο / κι έλεγε τον τέτοιο μύθο / : όποιος εμένα αγάπησε / κι εγώ καλά τον έχω / εζόρκονε και μόρκονε και ξετραχηλωμένο”.
φράσεις: “εκατάντησες ζόρκος και μόρκος” – “Την πήρα ζόρκα και μόρκα”, δηλ χωρίς προίκα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μόρκος /ὁ/ (μόρος, μορόεις) = ἐγκαταλελειμμένος εἰς τὴν μοῖραν του, ἀτημέλητος, κακοπαθής. «τς ἀκαμάτρας τὸ παιδὶ ζῶρκο μόρκο περβατεῖ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης