μονόξυλο ή πριάρι
είδος βάρκας ειδικής για να πλέει στα ρηχά νερά των λιμνοθαλασσών, πχ της Λευκάδας. Κατασκευάζεται χωρίς καρίνα και έχουν πυθμένα επίπεδο. Τα χρησιμοποιούν κυρίως οι ψαράδες της Χώρας. Παλιότερα τα μονόξυλα σε τύπο γόντολας τα χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά υλικών, ξύλων, πέτρας κλπ και έλεγαν “θέλω δυο μονοξυλιές ασβέστη από τους βλάχους της Λάμιας” ή “μια μονοξυλιά ξύλα για το χειμώνα”.
Σε λογαριασμό εξόδων-εσόδων του 1744-58 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “δια μια μονοξυλιά ξήλα αξόδιασα λ(ίρες) 12”.
Μέχρι το 1950 περίπου τα μονόξυλα χρησιμοποιούνταν και ως μέσον συγκοινωνίας των χωριών Περατιάς και Πλαγιάς (της απέναντι Ακαρνανίας) με την πόλη της Λευκάδας. Το πλεούμενο διέσχιζε γι΄ αυτό το σκοπό τη λιμνοθάλασσα του Αυλέμονα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μονόξ(υ)λο /τὸ/ (μόνος-ξῦλον) = τύπος ἐγχωρίου ἐφολκίου μὲ ἐπίπεδον πυθμένα, ἄνευ τρόπιδος καὶ έσωτερικῆς ἐπενδύσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μονόξυλο § πλοιάριον ἐξ ἑνὸς κορμοῦ ξύλου κατασκευασμένον· ΚΝ. Τοῦτο καὶ Προιάρι καλεῖται.
Σημ. τὴν λέξιν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχιος (ἐν λ. Ἄδρυα).