μονοκλωνίτικος -η -ο (το)
ύφασμα του αργαλειού πολύ λεπτό με στημόνι-φάδι λινό ή με λινό στημόνι και μπαμπακερό φάδι. Με τέτοιο ύφασμα κατασκεύαζαν πλην των άλλων και δέματα (εσωτερικά μαντήλια) του κεφαλιού. Σε καταγραφή του 1723, Νο 59 (Ιστορικό Αρχείο Λευκαδας) βρίσκομε: “…και ένα δέμα μονοκλωνλιτικο”.