μομέντο (το)
η στιγμή – Η λέξη ισοδυναμεί με τη φράση: “στο λεπτό”. Λέμε: “έφτασα, σ΄ ένα μομέντο θα ΄μαι πίσω” – “στο μομέντο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μομέντο /τὸ/ (Ἰ. momento) = ἡ στιγμή, τὸ δευτερόλεπτον, ἀμέσως: «ἕνα μομέντο», «στὸ μομέντο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη
Μομέντο, το: (Ιτ. momento), στο δευτερόλεπτο. Η έκφραση «σ’ ένα μομέντο θα’μαι απίκο» = στη στιγμή επιστρέφω.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα