μολημερίδα (η)
η μονομερίδα: μικρό φίδι, συγγενής της οχιάς, δηλητηριώδες και θανατηφόρο.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄: “και δε θυμούμαι, να ΄νιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα, / όπου με σφάζει σήμερα και σα μονομερίδα / απών΄ αρμό στον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρώνει, Λάμπρε”.
φράση: “Οχιά και μολ΄μερίδα”, απαντάμε σε όποιον αρνείται να κάμει κάτι λέγοντας όχι!
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μολημερίδα /ἡ/ (μονήμερος -ὶς) = μονομερίδα, μικρόσωμον εἶδος ἐχίδνης τῆς ὁποίας τὸ δῆγμα θεωρεῖται αὐθημερὸν θανατηφόρον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη
Μολημερίδα = ἑρπετό μεταξύ σκοληκομυτάρας καί ὀχιᾶς, τό δάγκωμά του θεωρεῖται θανατηφόρο γι᾿ αὐτό ἡ βρισιά νά σέ φάει κακή μολημερίδα θεωρεῖται ἡ κάκιστη.