μόγαλο (το)
το υγρό που στραγγίζει απ΄ τις τσαντήλες (μαγνάδια) του τυριού. Έχει χρώμα πράσινο αχνό και δεν πίνεται από τον άνθρωπο. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παλιότερα, το ΄πιναν τα παιδιά βάζοντας μέσα κομμάτια ψωμιού. Κάποτε πάλι το ΄βραζαν κι έβγαζαν μυζήθρα κατώτερης ποιότητας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ωμόγαλο, άβραστο γάλα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μόγαλο, ἀπόγαλο = τό ὑγρό πού μένει μετά τό σούρωμα τοῦ τυριοῦ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής