Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόγαλο (το)

το υγρό που στραγγίζει απ΄ τις τσαντήλες (μαγνάδια) του τυριού. Έχει χρώμα πράσινο αχνό και δεν πίνεται από τον άνθρωπο. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παλιότερα, το ΄πιναν τα παιδιά βάζοντας μέσα κομμάτια ψωμιού. Κάποτε πάλι το ΄βραζαν κι έβγαζαν μυζήθρα κατώτερης ποιότητας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ωμόγαλο, άβραστο γάλα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μόγαλο, ἀπόγαλο = τό ὑγρό πού μένει μετά τό σούρωμα τοῦ τυριοῦ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.