μήρλα 20 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μήρλα /ἡ/ (Τ. μήρ-μηρὴλ) = ἐνοχλητικός κλαυθηρισμός, νιαούρισμα, διαρκὴς μεμψιμοιρία.