μοιρίζει
Μοιρίζει (τριτοπρόσ.) § πέπρωται. Π. σοῦ μυρίζει νὰ δαρτῇς, πέπρωταί σοι δαρῆναι.
Σημ. Ἐκ τοῦ μοῖρα. Ὁ Βυζ. (ἐν λ.), ὁ Δάρβαρης (Γραμμ. σ. 414) καὶ ἄλλοι (ἐφ. Φιλομ. σ. 1741) γράφουσι διὰ τοῦ υ τὴν λέξιν Μυρολόγι (= θρῆνος) καὶ τὰς ἐξ αὐτῆς, ὡς ἐκ τοῦ μύρομαι (= θρηνῶ). Νομίζω δὲ ὅτι ἡ πιθανωτέρα ἐτυμολογία εἶνε ἐκ τοῦ μοῖραν λέγω (= κλαίω τὴν μοῖραν τινός, τὸν θρηνολογῶ) καθ’ ὅσον καὶ οἱ ἀρχαῖοι Μοιρολόγον ἔλεγον τὸν θρηνῳδὸν (ἴδ. λεξικά). Ὑπὲρ τῆς γνώμης ταύτης ἔχομεν τὸν Βλάχον (ἐν λ.) καὶ τὸν ἀνώνυμον ἐκδότην τῶν δημοτικῶν Κερκύρας, οἵτινες γράφουσι Μοιρολόγι, Μοιρολογίστρα, κτλ. (ἐφ. Φιλομ. σ. 2191).