μίρα 20 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μίρα /ἡ/ (Ἰ. mira) = στόχαστρον ὅπλου, στόχος σκοπεύσεως: «δὲν τ’ παίρν’ς μίρα».