μηλιόρι -α και μηλιώρι
κατσίκι ηλικίας ενός ή δύο χρόνων. Αλλιώς τραγατσέλι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(η)λιόρι /τὸ/ (Ἰ. megliore) = ἐρίφιον ἡλικίας ἑνὸς ἕως δύο ἐτῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μηλιώρι = γίδι δύο χρονῶν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής