μετζοσπέντος (ο)
ο μισοπεθαμένος, ο σοβαρά άρρωστος, που κοντεύει να σβήσει.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μετζοσπέντος -α -ο (Ἰ. mezzospento) = μισόσβυστος, μισοπεθαμένος, βεβλαμμένος τὴν ὑγείαν σοβαρῶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης