μεσκιάρω
αραιώνω κάποιο οινοπνευματώδες υγρό με ανάμιξη. Βάνω νερό στο κρασί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μεσκιάρω (Ἰ. mescere, mescolare, Τ. μέshδζ) = ἀραιώνω διὰ συγκερασμοῦ ὑγρὰ διάφορα, ἀραιώνω ποτὸν δι’ ὕδατος ἢ ἀναμίξεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης