Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μεσκιάρω

αραιώνω κάποιο οινοπνευματώδες υγρό με ανάμιξη. Βάνω νερό στο κρασί.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μεσκιάρω (Ἰ. mescere, mescolare, Τ. μέshδζ) = ἀραιώνω διὰ συγκερασμοῦ ὑγρὰ διάφορα, ἀραιώνω ποτὸν δι’ ὕδατος ἢ ἀναμίξεως.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.