μεριάζω
Μεριάζω (μέρος) = παραμερίζω, εὐθετῶ πράγματα μετακομιστέα δι’ ὑποζυγίου εἰς δύο ἴσα μέρη (μεριές), τοποθετῶ ὑποζύγιον πρὸς νυκτερινὴν βοσκὴν ἐν ὑπαίθρῳ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μεριάζω § θέτω τι κατὰ μέρος. Μέσ. § παραμερίζω. Π. μέριασε νὰ διαβῇ τὸ ζῶο.
Σημ. ἰδ. ἀναμεριάζω. Τὴν λ. μεταχειρίζονται οἱ χωρικοί.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου