Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μεριάζω

Μεριάζω (μέρος) = παραμερίζω, εὐθετῶ πράγματα μετακομιστέα δι’ ὑποζυγίου εἰς δύο ἴσα μέρη (μεριές), τοποθετῶ ὑποζύγιον πρὸς νυκτερινὴν βοσκὴν ἐν ὑπαίθρῳ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Μεριάζω § θέτω τι κατὰ μέρος. Μέσ. § παραμερίζω. Π. μέριασε νὰ διαβῇ τὸ ζῶο.

Σημ. ἰδ. ἀναμεριάζω. Τὴν λ. μεταχειρίζονται οἱ χωρικοί.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.