μέφομαι ή μέβομαι
έχω υπόνοιες για κάτι, παίρνω μυρωδιά κάτι, υποψιάζομαι, υποπτεύομαι. φράση: “Μέμφομαι πως δε θα ΄ρθει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μέφομαι (μέμφομαι; μαιεύομαι;) = ὑπονοιάζομαι, ἀντιλαμβάνομαι ὕποπτόν τινα ἐνέργειαν, ἐκμαιεύω νοερῶς ἀπόκρυφον σκέψιν ἢ ἐνέργειαν ἢ γεγονός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μέφομαι § μέμφομαι, νομίζω, ὑποπτεύομαι. Π. μέμφομαι καὶ δὲν ἔρχεται = νομίζω ὅτι δὲν ἔρχεται. – μέφομαι καὶ μ᾿ ἐγέλασε = ὑποπτεύομαι ὅτι μὲ ἠπάτησε.
Σημ. Κατ᾿ ἀφαίρ. τοῦ μ, ὡς τὸ νύφη ἀντὶ νύμφη, ἄπορον δὲ πῶς ἡ λ. μετέπεσε εἰς τὴν σημασ. τοῦ νομίζω. Ὁ Βυζ. παραλ. αὐτήν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου