μαυραγκαθιά (η)
ακανθώδες φυτό, θάμνος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαυραγκαθιὰ /ἡ/ (μαυρὸς-ἄκανθα) = ὁ ἀκανθώδης θάμνος ράμνος ἡ ἑλληνική.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ακανθώδες φυτό, θάμνος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαυραγκαθιὰ /ἡ/ (μαυρὸς-ἄκανθα) = ὁ ἀκανθώδης θάμνος ράμνος ἡ ἑλληνική.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης