μαρμάρα (η)
- η στείρα φοράδα ή προβατίνα. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄: “Μες στα τριφύλλια τα παχειά σιδερική φοράδα. / μαρμάρα, φείδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκει / στημένη, ετοιμοπόλεμη”.
- στείρα γυναίκα. “Πήρε γυναίκα μαρμάρα”.
Μαρμάρα = στεῖρα, αὐτή ἡ γυναῖκα εἶναι μαρμάρα (εἶναι στεῖρα, δέν κάνει παιδιά).
Μαρμάρα § ἡ στεῖρα προβατίνα. ΚΝ.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ μάρμαρον διὰ τὸ ἄγονον, καθότι ἐπ᾿ αὐτοῦ οὐδὲν φύεται· ἀλλαχοῦ λέγ. στέρφη (Αἰνιὰν Ἀθην. σ. 96). Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
« … μαρμάρα, φεῖδι φτερωτό, δροσίζεται καὶ βόσκει… » (σελ. 152, Ἀθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ)
Στείρα ἵππος.
Ἀγνοῶ πόθεν προέρχεται ἡ λέξις αὕτη. Ἐκτὸς ἄν ἔχη κοινόν τι πρὸς τὸ μάρμαρον, ὅπερ παραλαμβάνεται εἰς πολλὰς μεταφορὰς πρὸς χαρακτηρισμὸν νεκρῶν, ἀναισθήτων ἢ ψυχρῶν πραγμάτων. Οὕτω λ.χ. «Ἔμεινε μάρμαρο= Ἔμεινε ἀκίνητος». Καὶ ὁ περί τινoς ἐν συμπλοκῇ πληγέντος ἐρωτώμενος ἄν ἔπεσεν ἀποκρίνεται, Μάρμαρο=νεκρός (raide mort). Ἐπειδὴ δὲ ἡ γονιμότης τῶν ζώων ἀποδίδεται εἰς ζωτικήν τινα θερμότητα, ἀναπτυσσομένης ἐν τῇ μήτρᾳ κατά τινας ὥρας τοῦ ἔτους καὶ ταύτην χαρακτηρίζει ὁ λαὸς διὰ τοῦ φωτιά, δὲν εἶναι ἀπίθανον νὰ ἐλήφθη κατ΄ ἀρχὰς ἡ λέξις μαρμάρα εἰς δήλωσιν τῆς ψυχρότητος τοῦ αἵματος, εἰκαζομένης ἐκ τῆς ἀδρανείας τῶν γεννητικῶν ὀργάνων.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο