Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαρκαλίζω ή μαρκαλάω

γίνομαι επιβήτορας, οχεύω, γονιμοποιώ – λέγεται μόνο για τα αιγοπρόβατα. Και μαρκάλισμα = η πράξη του οχεύειν. Πήγα τη γίδα μου στο τραγί για μαρκάλισμα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαρκαλίζω (μάρπω, ἀλίσγω, ἀλίζω, Λ. marculus) = γονιμοποιῶ δι’ ἐπιβάσεως (ἐπὶ προβάτων καὶ αἰγῶν).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μαρκαλίζω,  § λέγ. ἐπὶ κριῶν ἢ τράγων ὅταν σὺν φθόγγῳ τινὶ ὁρμῶσι κατὰ τῶν θηλέων σφριγῶντες εἰς συνουσίαν· ἡ λ. φαίνεται πεποιημένη

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.